Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Μα, γιατί; Μα, φυσικά, διότι...


Ζωή, θεού μορφή, στα πράσινα και τα μελιά σου πια δεν αντιστέκομαι. Κι ας είσαι πλάνη και το ξέρω, ας είναι... Πώς ν' αγνοήσω τόσο κόπο από αίμα και αλάτι, που ρέει σκεπασμένος από πέπλα φαντασίας μέσα σε αέρινες κοίτες, ίσαμε την Αφροδίτη και τον Ήλιο;

Τι άλλο να θελήσω; Πόσο λίγη ίσως θα ‘ναι η ζωή μου; Αλλά πάλι, πόσο μεγάλη μπορεί να ‘ναι; Αν είναι μικρή, τι κρίμα! Μα αν είναι μεγάλη... Διάολε, μεγαλύτερο το κρίμα! Κι αν όμως, δε μείνει χρόνος για τα γιατί και τα διότι, τι κατάρα!

Άλλο το χθες, άλλο το αύριο. Και το σήμερα; Το φριχτό σήμερα της κάθε μέρας, που το πάθος να το γνωρίσεις σε κυριεύει τόσο, που ξεχνάς ότι κι αυτό ένα απλό σήμερα θα ‘ναι, θεέ μου, ένα σήμερα πανομοιότυπο με τόσα άλλα παραπλανητικά σήμερα, παιδί μιας αναζήτησης, που ίσως ποτέ δε θα βρει τη δικαίωσή της (πώς να την πεις την ανακούφιση, αδελφέ μου!!!)
Λες, "γιατί να ψάχνω το γιατί" και να ‘σου κι άλλο γιατί γεννήθηκε. Μαύρο, στενό και σκεπαστό το μονοπάτι κι όλο μακραίνει, ενώ σε ξεγελά ότι μικραίνει, χωρίς ποτέ να σου απαντά -σαν από κατάρα φερμένη μοίρα- κι όλο σε ρουφάει στα καινούρια τα γιατί του, τα χωρίς διότι.

Κι ενώ το ξέρεις... Ξέρεις ποια είναι η γοητεία που σε τραβάει για να μη γυρίσεις πίσω, άπραγος, καθώς νομίζεις. Εκείνη η χρωματιστή κι άλλοτε ολόλευκη οπτασία της απόκρισης, σαν απ’ το βάθος μιας στοάς, που σε καλεί και, σαγηνευτικά, σου τραγουδάει: "Ναι, έχει έξοδο! Εκεί ευθεία, μη γυρίζεις πίσω, δεν είναι όμορφα έξω από ‘δω." Και ναι, το ξέρω, πως έξω από εδώ δεν είναι όμορφα, είναι ο θάνατος του νου μου -το ξέρω- κι εγώ τον θέλω ζωντανό. Όμως εδώ, για όσο είσαι μέσα εδώ, είναι μονόδρομος πιεστικός, που δε σηκώνει κούραση, ούτε παραίτηση, ούτε "δεν πάω άλλο - βαρέθηκα", για να τα πεις αυτά, πρέπει να κλείσεις τα μάτια και να βγεις από το μονοπάτι - ποιος αντέχει όμως την έξω φυλακή... Και το χειρότερο, από ένα σημείο του μονοπατιού και μετά, εκεί που αισθητά -σχεδόν ασφυκτικά- πια, στενεύει, δεν έχει επιστροφή, οι πίσω πόρτες κλείνουν, χωρίς την προειδοποίηση, πως το επόμενο βήμα σου, πρόκειται να είναι το τελευταίο όριο μιας ελεύθερης και εθελοντικής διαδρομής. Και μόλις νιώσεις ότι η απόκριση της, πότε ολόλευκης και πότε λαμπρόχρωμης, οπτασίας είναι οφθαλμαπάτη, τότε πια θα προχωράς μέχρι το τέλος, για να πάρεις την απάντηση που κυνηγούσες, πάντα μία και μόνη: "Δεν υπάρχει απάντηση, γελάστηκες μωρό μου."










Το έργο: "La Montagne Sainte - Victoire", του Paul Cezanne